Η επιλλόχειος κατάθλιψη και οι συνέπειές της
Η επιλόχειος κατάθλιψη αποτελεί την εκδοχή ενός μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου το οποίο εξ ορισμού επηρεάζει τη συνολική λειτουργικότητα της μητέρας. Σε αυτή τη βάση, θεωρείται ότι επιφέρει σημαντικά ελλείμματα στην ικανότητά της να ανταπεξέλθει στον ρόλο της, γεγονός που φαίνεται να συμβάλλει αρνητικά στην ανάπτυξη του παιδιού. Ωστόσο, τι στοιχεία προκύπτουν από την σύγχρονη έρευνα, ποιοι είναι οι παράγοντες που συνυπολογίζονται και τι συμβαίνει με το σύνολο του οικογενειακού συστήματος;
Η έννοια της επιλόχειου κατάθλιψης επικεντρώνει το ενδιαφέρον στο πρόσωπο της μητέρας η οποία ενοχοποιείται και τελικά λειτουργεί στην κοινωνία μας ως «αποδιοπομπαίος τράγος» αφήνοντας στο σκοτάδι τον ρόλο του συζύγου και πατέρα αλλά και τη συνολική ανάπτυξη της οικογένειας ως σύστημα. Το άρθρο στοχεύει στην παρουσίαση και επεξεργασία πρωτογενών ερευνών, από την οποία προκύπτει η ανάγκη για μια συστημικά προσανατολισμένη ποιοτική έρευνα.
Τι λέει η επιστημονική έρευνα;
Οι Sidor et al (2011), μελέτησαν τη σύνδεση μεταξύ των καταθλιπτικών συμπτωμάτων της μητέρας τις συνέπειές τους στην επικοινωνία της με το βρέφος. Συγκεκριμένα, η έρευνα περιλαμβάνει δείγμα 106 δυάδων μητέρας-βρέφους από ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου για εμφάνιση ψυχοπαθολογίας (με ιστορικό πενίας, κατάχρησης ουσιών και ανεπαρκούς κοινωνικού δικτύου υποστήριξης) στη Γερμανία. H συλλογή πληροφοριών πραγματοποιήθηκε με επισκέψεις στο σπίτι και συστηματική επιτόπια παρατήρηση ενώ τα στοιχεία που προέκυψαν μελετήθηκαν με όρους περιγραφικής στατιστικής. Οι μεταβλητές περιλαμβάνουν την εμφάνιση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, την ικανότητα της μητέρας να αναγνωρίζει τα μηνύματα του βρέφους, το φύλο του και την απάντησή της στην ικανοποίηση των αναγκών του (mother’s sensitivity). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εν γένει οι ψυχοκοινωνικές δυσκολίες της μητέρας επηρεάζουν την ικανότητά της να ανταποκριθεί στον ρόλο της, ωστόσο δεν προέκυψε άμεση συσχέτιση της καταθλιπτικής μητέρας με επιπτώσεις στην ικανότητάς της να αναγνωρίζει και να ανταποκρίνεται στα μηνύματα του βρέφους ώστε να λειτουργήσει ως πρόγνωση (predictor). Δυσλειτουργικά μοτίβα αλληλεπίδρασης μητέρας-βρέφους αναπτύσσονται περισσότερο όταν η καταθλιπτική συμπτωματολογία είναι οξεία και χρόνια. Η παρούσα έρευνα ωστόσο υπόκειται σε έλεγχο για τη μη χρήση τυποποιημένων εργαλείων ψυχιατρικής διάγνωσης και εμμένει σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες γενικής καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Αυτή ακριβώς η κριτική ενισχύει την υπόθεση ότι η οξεία και χρόνια καταθλιπτική συνδρομή είναι εκείνη που πιθανόν να εμφανίσει μια ισχυρή αρνητική συσχέτιση με την ικανότητα της μητέρας να ανταποκριθεί στο ρόλο της.
Οι Hay, Pawlby et al. (2008), διεύρυναν χρονικά τις μεταβλητές, συμπεριλαμβάνοντας στη μελέτη τους τις καταθλιπτικές εκδηλώσεις της μητέρας πριν και μετά τον τοκετό καθώς και τις πιθανές συνέπειες στην εμφάνιση γνωστικών και συναισθηματικών δυσκολιών στα παιδιά μέχρι και την εφηβική ηλικία. Η έρευνα φωτίζει τη χρονιότητα της καταθλιπτικής συνδρομής με επαναλαμβανόμενα επεισόδια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, και τις πιθανές συσχετίσεις με τη συνολική ανάπτυξη των παιδιών. Μελέτησαν δείγμα 178 γυναικών πριν την εγκυμοσύνη από τις οποίες οι 150 αξιολογήθηκαν σε κατάσταση Μείζονος Καταθλιπτικής διαταραχής είτε πριν είτε μετά την εγκυμοσύνη. Συνέλεξαν στοιχεία για την πορεία της μητρικής κατάθλιψης αλλά και στοιχεία για τυχόν παθολογία στη γνωστική και συναισθηματική λειτουργία των παιδιών τους σε ηλικία 3 μηνών, 11 και 16 ετών. Πρόκειται δηλαδή για μια διαχρονική έρευνα. Τα στοιχεία μελετήθηκαν με περιγραφική στατιστική. Η λόχειος κατάθλιψη συνδέθηκε με τερατογόνες συμπεριφορές κατά την κύηση όπως η χρήση αλκοόλ και το κάπνισμα. Αν και η ψυχική υγεία της μητέρας διαμορφώνει ένα επικίνδυνο περιβάλλον για το παιδί εν τέλει δεν προέκυψε άμεση συσχέτιση της με ψυχοπαθολογία στην παιδική ηλικία. Άμεση συσχέτιση προέκυψε ωστόσο με τις συνέπειες στις γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες των εφήβων, κυρίως με εμφάνιση κατάθλιψης, ελλειμμάτων στην αντίληψη και την προσοχή και διαταραχών προσωπικότητας. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι η έκθεση των παιδιών στη χρόνια καταθλιπτική συνδρομή της μητέρας επηρεάζει αρνητικά την υγεία τους κατά την εφηβεία. Παρόλο που παρουσιάζεται η χρονιότητα ενός συνδρόμου, δεν διερευνώνται οι συμπεριφορές διατήρησης του φαύλου κύκλου μιας διαταραχής.
Οι Paulson et al. (2006), μελέτησαν στις ΗΠΑ αν και πώς η επιλόχειος κατάθλιψη σε γυναίκες και άνδρες επηρεάζει την συμπεριφορά τους ως γονείς και την φροντίδα που παρέχουν στα βρέφη έως 9 μηνών. Γενικά, έδειξαν ότι η εμπειρία μιας επιλόχειου κατάθλιψης επηρεάζει όχι μονοσήμαντα τη μητέρα και τη σχέση της με το παιδί αλλά εμπλέκεται και ο πατέρας. Κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο μοιράζονται το σύμπτωμα και την παθολογία και αναπτύσσουν συμπεριφορές γονεϊκής φροντίδας που συσχετίζονται αντισταθμιστικά. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν 5089 οικογένειας στις ΗΠΑ, αντλώντας πληροφορίες με συνεντεύξεις και στους δύο γονείς σχετικά με συμπεριφορές φροντίδας του παιδιού που αφορούν οι συμβουλές των παιδιάτρων και γενικά την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε γονείς και παιδί όπως το διάβασμα παραμυθιών, τα τραγούδια κλπ. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε με περιγραφική στατιστική ενώ για την ψυχιατρική αξιολόγηση των γονέων χρησιμοποιήθηκαν τυποποιημένα εργαλεία κλινικής διάγνωσης. Η κλινική αξιολόγηση έδειξε ότι οι μητέρες εμφάνισαν επιλόχειο κατάθλιψη σε ποσοστό 14% και οι πατέρες 10% αντίστοιχα με διπλάσιο ποσοστό από εκείνο στον γενικό ανδρικό πληθυσμό.
Οι οικογένειες με καταθλιπτικούς γονείς εμφάνισαν κάποιες αλλαγές στη φροντίδα του βρέφους αδυνατώντας να ακολουθήσουν τις οδηγίες των ιατρών. Φαίνεται ότι, η εμφάνιση ψυχοπαθολογίας στον έναν ή τον άλλον γονέα αντιμετωπίζεται αντισταθμιστικά. Οι καταθλιπτικές μητέρες ήταν λιγότερο ικανές να ακολουθήσουν τις οδηγίες των παιδιάτρων σχετικά με τον ύπνο και το τάισμα του βρέφους ενώ οι καταθλιπτικοί πατέρες έδειξαν περισσότερη ενασχόληση με αυτές τις πρακτικές ακολουθώντας τις οδηγίες των ιατρών. Οι πατέρες χωρίς καταθλιπτικά συμπτώματα εμφάνισαν αυξημένη ενασχόληση με το παιχνίδι, τη βόλτα σε εξωτερικούς χώρους και το τραγούδι. Σε οικογένειες με καταθλιπτικό πατέρα, η μητέρα αναλάμβανε περισσότερο τις πρακτικές που περιλαμβάνουν το παιχνίδι και το τραγούδι. Ωστόσο, σε οικογένειες με καταθλιπτικούς και τους δύο γονείς, οι επιπτώσεις στην αδυναμία να ακολουθήσουν τις οδηγίες φροντίδας ήταν αυξημένη. Η παρούσα έρευνα παρότι αναδεικνύει ένα πεδίο σχετικά άγνωστο μέχρι σήμερα, περιορίζεται στη διερεύνηση μόνον της άμεσης, επιλόχειας περιόδου των 9 μηνών. Συνεπώς δεν μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την πορεία αυτών των συμπεριφορών κι έτσι θα χρειαστεί η σύγκριση με άλλες παρόμοιες έρευνες.
Οι Poobalan et al (2007), διερεύνησαν τα πιθανά οφέλη της θεραπείας της μητέρας όχι στην ίδια αλλά στη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Πραγματοποιήθηκε μετα-ανάλυση στοιχείων από σχετικές έρευνες ώστε να αναδειχθούν τα πιθανά θεραπευτικά αποτελέσματα. Η έρευνα παρέχει σημαντικά συμπεράσματα από τα ίδια τα προβλήματά της. Παρότι αναζητήθηκαν στοιχεία από 12 ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και μελετήθηκαν 4362 περιλήψεις, τελικά επιλέχθηκαν μόλις 8 έρευνες που ικανοποιούσαν τα κριτήρια επιλογής του θέματος. Πρόκειται για την πρώτη συστηματική έρευνα για τα κλινικές δοκιμές αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της θεραπείας της μητρικής κατάθλιψης στα παιδιά. Το πεδίο είναι ανεξερεύνητο δεδομένης μάλιστα της δυσκολίας που ενέχει γενικά η αντικειμενική μελέτη των αποτελεσμάτων μιας ψυχοθεραπευτικής σχέσης. Σε αυτή τη βάση ωστόσο φαίνεται η συνολική, ιατρική, ψυχοθεραπευτική και ψυχοκοινωνική παρέμβαση στην επιλόχειο κατάθλιψη μπορεί μακροπρόθεσμα να ωφελήσει στην ανάπτυξη του παιδιού.
Συζήτηση: Από την ενοχοποίηση της μητέρας στη συνευθύνη της οικογένειας συνολικά.
Η κάθε μία έρευνα από τη σκοπιά της, έστρεψε ως έναν βαθμό το ενδιαφέρον από μια αυτό-αναφορική ανάλυση της συμπεριφοράς της μητέρας, στην αλληλεπίδραση με το παιδί, στην εμφάνιση επιλόχειου κατάθλιψης από τον πατέρα, την χρονιότητα του προβλήματος και τις ιδιαίτερες στρατηγικές που αναπτύσσονται από τους πάσχοντες. Αν και δεν προέκυψε άμεση συσχέτιση ανάμεσα στην επιλόχειο και την ανάπτυξη παθολογίας στα βρέφη, αναδείχθηκαν συνολικές επιπτώσεις τόσο στη συζυγική επικοινωνία όσο και στον βαθμό που γονείς ανταποκρίνονται στον ρόλο τους με επιτυχία. Άμεση συσχέτιση με ψυχοπαθολογία και γνωστικά ελλείμματα εντοπίστηκε σε αγόρια και κορίτσια στην εφηβεία όταν η κατάθλιψη της μητέρας είχε χρόνια μορφή. Το στοιχείο της όξυνσης των επιπτώσεων από τη χρόνια γονεϊκή διαταραχή ήταν κοινό σε όλες τις έρευνες.
Ωστόσο παρά τη διεύρυνση των μεταβλητών που συνυπολογίζονται και την εμπλοκή του πατέρα με ή χωρίς επιλόχειο, αναδύεται μία αντίφαση. Ενώ πραγματοποιείται μια στροφή του ενδιαφέροντος στην αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της οικογένειας, η μελέτη της σχέσης της μητέρας που νοεί και του υπόλοιπου οικογενειακού συστήματος παραμένει μητροκεντρική. Ενώ υπάρχει μια τάση μετακίνησης από το άτομο στην οικογένεια και από το σύμπτωμα στο ρόλο του συμπτώματος στις οικογενειακές σχέσεις, ως έναν βαθμό ακυρώνεται. Τα ερωτήματα που τέθηκαν προς μελέτη στις παραπάνω έρευνες, φωτίζουν μια σειρά από σημαντικές παραμέτρους αλλά λόγω της στατιστικής τους φύσης είναι περιοριστικά και δεν περιγράφουν ποιοτικά χαρακτηριστικά των οικογενειακών συναλλαγών.
Οι Hay, Pawlby et al. (2008) παρουσίασαν τις επιπτώσεις που έχει η χρόνια καταθλιπτική συνδρομή της μητέρας στην ψυχική υγεία των εφήβων. Έτσι διεγείρονται ερωτήματα όπως, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που διατηρούν μια παθολογία, ποιες συμπεριφορές ανάμεσα στο ζευγάρι ενισχύουν την καταθλιπτική αντίδραση, πώς μια παρέμβαση μπορεί να φέρει αποτελέσματα και τι είδους παρέμβαση πρέπει να είναι αυτή; Στην έρευνα των Paulson et al. (2006), παρέχει ακόμη περισσότερο για μια συστημική πρόσληψη του φαινομένου όταν περιγράφει τις αντισταθμιστικές συμπεριφορές μεταξύ των γονέων οι οποίες λειτουργούν ομοιοστατικά. Η μεταφορά του προβλήματος από το πρόσωπο της μητέρας στην οντολογία του οικογενειακού συστήματος είναι καθοριστικής σημασίας.
Συμπεράσματα
Η επιλόχειος κατάθλιψη έχει σχεδόν ταυτιστεί με το πρόσωπο της μητέρας και θεωρείται ότι προκαλεί σημαντικές συνέπειες στην ψυχική υγεία των παιδιών. Ωστόσο, από τις έρευνες που παρουσιάστηκαν προκύπτει ότι το φαινόμενο αυτό είναι πιο σύνθετο από μια γραμμική πορεία από τη διάγνωση στις επιπτώσεις της και περιλαμβάνει μια σειρά από παράγοντες όπως τον ρόλο και την ψυχική υγεία του πατέρα, την χρονιότητα του συνδρόμου και τις ανάπτυξη των παιδιών μέχρι την εφηβεία. Τελικά, το σύμπτωμα σταδιακά αποπροσωποποιείται και η μητέρα – αποδιοπομπαίος τράγος, δίνει τη θέση της σε ένα συνολικό οικογενειακό σύστημα που νοσεί, ισορροπεί στο νόσημα αυτό και διατηρεί το πρόβλημα στον χρόνο. Γι αυτό, και περισσότερες μελέτες με ποιοτικές μεθόδους και συστημικό προσανατολισμό είναι αναγκαίες για την κατανόηση αυτού που η ψυχιατρική ορίζει ως «επιλόχειο κατάθλιψη».
Αναφορές
- American Psychiatric Association, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders DSM IV, 4th Edition 2008.
- Hay D., Pawlby S., Waters C., Sharp D., 2008, “Antepartum and postpartum exposure to maternal depression: different effects on different adolescent outcomes” in Journal of Child Psychology and Psychiatry 49/10 1079-1088, Association for Child and Adolescent Mental Health USA.
- Poobalan A., Aucott L., Ross L., Smith W., Helms P., Williams J., 2007, “Effects of treating postnatal depression on mother-infant interaction and child development: Systematic review” in The British Journal of Psychiatry 2007 191/278-386.
- Paulsen J., Dauber S., Leiferman A. (August 2006), “Individual and Combined Effects of Postpartum Depression in Mothers and Fathers on Parenting Behavior”, in PEDIATRICS 118/2 2006, American Academy of Pediatrics USA.
- Sidor A., Kunz E., Schweyer D., Eikchost A., Cierpka M., “Links between maternal postpartum depressive symptoms, maternal distress, infant gender and sensitivity in a high-risk population” in Child and Adolescent Psychiatry and Mental Health 2011 5:7.
- Schlippe A., Schweitzer J., 2003, Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας και Συμβουλευτικής, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.